- ἐλεφάντειον
- ἐλεφάντειοςof an elephantmasc/fem acc sgἐλεφάντειοςof an elephantneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελεφάντειος — ο (ΑΜ ἐλεφάντειος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλεφάντειον ελεφαντόδοντο, φίλντισι … Dictionary of Greek